περιρράπτρια

περιρράπτρια
ή, Α
1. τίτλος ιέρειας στον Πειραιά
2. γυναίκα που έραβε ή κεντούσε κάτι γύρω γύρω σε ένα φόρεμα ή κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρράπτω + επίθημα -τρια (πρβλ. υφάν-τρια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”